- μεμαίκυλον
- μεμαίκυλον,A v. μιμαίκυλον. [full] μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. [full] μεμακυῖα, v. μηκάομαι. [full] μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. [full] μεμάποιεν, [full] μέμαρπον, v. μάρπτω. [full] μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. [full] μέμβλεται, [full] μέμβλετο, v. μέλω. [full] μέμβλωκα, v. βλώσκω. [full] μεμβλώντων· τυχόντων, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.