μεμαίκυλον

μεμαίκυλον
μεμαίκυλον,
A v. μιμαίκυλον. [full] μεμαῖνα· ἀληλλιμένα, Hsch. [full] μεμακυῖα, v. μηκάομαι. [full] μεμαλισμένους· μεμαλαγμένους, ἢ παραφρονοῦντας, μαινομένους, Id. [full] μεμάποιεν, [full] μέμαρπον, v. μάρπτω. [full] μεμβλάσαι· συνδῆσαι, Id. [full] μέμβλεται, [full] μέμβλετο, v. μέλω. [full] μέμβλωκα, v. βλώσκω. [full] μεμβλώντων· τυχόντων, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεμαίκυλον — μεμαίκυλον, τὸ (Α) βλ. μιμαίκυλον …   Dictionary of Greek

  • μεμαίκυλον — μεμαίκυλος fruit of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμαίκυλο — το (Α μιμαίκυλον και μεμαίκυλον, τὸ και μεμαίκυλος και μιμάκυλος, ἡ) νεοελλ. βοτ. σύνθετος καρπός, στον οποίο οι καρποί που προέρχονται από περισσότερα τού ενός άνθη συγκρατούνται με σαρκώδη παράνθια φύλλα αρχ. ο καρπός τής κουμαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”